κυναγοί

κυναγοί
κυνᾱγοί , κυναγός
hound-leader
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μελιβόας — μελιβόας, ὁ (Α) αυτός που μιλάει ή κελαηδάει γλυκά, που έχει μελωδική φωνή, γλυκύφωνος («ἤδη δ εἰς ἔργα κυναγοὶ στείχουσι θηροφόνοι πηγαῑσί τ ἐπ Ὠκεανοῡ μελιβόας κύκνος ἀχεῑ», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + βόας (< βοῶ), πρβλ. τηλε βόας, υψι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”